γνωστός

γνωστός
1110 γνωστός
{прил., 15}
1. знакомый, известный;
2. явный, понятный.
Ссылки: Лк. 2:44; 23:49; Ин. 18:15, 16; Деян. 1:19; 2:14; 4:10, 16; 9:42; 13:38; 15:18; 19:17; 28:22, 28; Рим. 1:19.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γνωστός" в других словарях:

  • γνωστός — known masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… …   Dictionary of Greek

  • γνωστός — ή, ό 1. αυτός που τον γνωρίζουν: Αυτός ο καλλιτέχνης είναι γνωστός στο ευρύ κοινό. 2. γνώριμος, φίλος: Έμαθα τα δυσάρεστα νέα από ένα γνωστό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωστά — γνωστός known neut nom/voc/acc pl γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc/acc dual γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστόν — γνωστός known masc acc sg γνωστός known neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστότατον — γνωστός known masc acc superl sg γνωστός known neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σι, Μαρί-Ζοζέφ — (γνωστός ως Εζέν Σι Marie Joseph Sue ή Eugene Sue και στα ελληνικά, παλιότερα ως Ευγένιος Σόης). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1804 – Ανεσί 1857). Παρουσιάστηκε με ναυτικά μυθιστορήματα, όπως το «Ατάρ Γκουλ» (Atar Gull) αφιερωμένο στο Φέ νιμορ Κούπερ …   Dictionary of Greek

  • Σκέδασος — Γνωστός πολίτης των Λεύκτρων. Οι κόρες του βιάστηκαν από Λακεδαιμόνιους και αυτοκτόνησαν. Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση, στο σημείο που θάφτηκαν, οι Λακεδαιμόνιοι έμελλε να πάθουν συμφορά, η οποία τελικά συνέβη στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.),… …   Dictionary of Greek

  • γνωσταί — γνωστός known fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστοῖο — γνωστός known masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστοῖς — γνωστός known masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»